- ποδιά
- η, Ν1. περίζωμα, κομμάτι υφάσματος, δέρματος, πλαστικού που καλύπτει το μπροστινό μέρος τού σώματος, από το στήθος ή τη μέση ώς τα γόνατα, και δένεται πίσω με ζώνη, για να προστατεύει από λερώματα κατά την ώρα τής εργασίας (α. «ποδιά τής κουζίνας» β. «ποδιά τού σιδερά»)2. επίμηκες ύφασμα υφασμένο στον αργαλειό και στολισμένο με κεντήματα, εξάρτημα διαφόρων τοπικών ενδυμασιών («στην κεντημένη σου ποδιά, μωρή Βλάχα»)3. ολόσωμη ρόμπα που φοριέται κατά την ώρα τής εργασίας πάνω από τα ενδύματα (α. «ποδιά γιατρού» β. «μαθητική ποδιά»)4. πλαγιά βουνού ή λόφου5. κατώφλι πόρτας ή παραθύρου6. το πτυσσόμενο μέρος τής επιφάνειας τραπεζιού που πέφτει προς τα πλάγια7. ναυτ. το τριγωνικό τμήμα πανιού πλοίου που κολπώνεται προς την πλώρη8. φρ. α) «τόν πήρε στην ποδιά της» — τόν κάθισε στα γόνατά τηςβ) «πέφτω στην ποδιά της» — ακουμπώ το κεφάλι στα γόνατά της, ενώ αυτή κάθεταιγ) «φιλάει κατουρημένες ποδιές» — παρακαλάει και ανάξιους ανθρώπους, ταπεινώνεται υπερβολικά για να πετύχει κάτιδ) παροιμ. «χωριάτης νίβεται κι η ποδιά του χαίρεται» — είναι βρομιάρης και άξεστοςε) «εμακρήναν οι ποδιές της, σκεπαστήκαν οι πομπές της» — βελτίωσε την οικονομική και την κοινωνική της θέση και ξεχαστήκαν τα ρεζιλίκια της.[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ποδέα < αρχ. ποδεῖον «ταινία γύρω από τα σφυρά και τους αστραγάλους τών δρομέων»].
Dictionary of Greek. 2013.